Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΓΕΜΑΤΟ ΟΝΕΙΡΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΓΕΜΑΤΑ ΛΑΣΠΗ

 Να τραγουδήσω λοιπόν κι εγώ τη βροχή

όταν ο Πόντιος Πιλάτος έβγαινε στους δρόμους    κανείς δεν γνώριζε το πρόσωπό του

στην σκοτεινιά στην ερημιά πλάι στα καλώδια

όταν ο Ιησούς πολλαπλασίαζε το ψάρι

ο ένας ακουμπούσε σ’ ένα φράχτη    ο άλλος σε μια γέφυρα τυφλή    ο άλλος σ’ ένα γκρεμισμένο σπίτι

όταν ο Ιησούς πολλαπλασίαζε το ψάρι    κι η θάλασσα έβγαζε στη στεριά    τ’ άγρια τ’ άσπρα της τα πρόβατα

ο Πόντιος Πιλάτος έβγαινε στους δρόμους    κανείς όμως δεν γνώριζε τη χαρά του

ο Πόντιος Πιλάτος ύπαρχος του ποταμού    με το κλουβί τα πεινασμένα τα πουλιά του

τον κήπο τα χαμένα τα λουλούδια του

οι δύο σφίγγονταν πάνω στο λόφο

οι δύο αναστέναζαν μεσ’ τη στοά

οι δύο λιώνανε στο κυπαρίσσι

όταν η θάλασσα μάζευε ξανά    τ’ άγρια τ’ άσπρα της τα πρόβατα

μεσ’ την πικρή της αγκαλιά να τα κοιμίσει

[ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του Ποιητή)

 


ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

Μη φεύγεις  θηρίο

θηρίο με τα σιδερένια δόντια

θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι

θα σου δώσω ένα λαγήνι

θα σου δώσω κι ένα κοντάρι

θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίξεις

 

Θα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια

να δεις τα βαπόρια πώς τρώνε τις άγκυρες

πώς σπάζουν στα δυο τα κατάρτια

κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες

 

Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι

να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ

θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι

και το σκύλο ουρανό

που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι

 

Θα σου βρω πάλι τους ίδιους στρατιώτες

αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια

με την τρύπα πάνω απ’ το μάτι

κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα τις πόρτες

με κομμένο το χέρι

 

Θα σου βρω πάλι το σάπιο το μήλο

 

Μη φεύγεις θηρίο

θηρίο με τα σιδερένια δόντια.

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1948

Σημαία     ακόμη

τα δόκανα στημένα στους δρόμους

τα μαγικά σύρματα    τα σταυρωτά

και τα σπίρτα καμένα

και πέφτει η οβίδα στη φάτνη

του μικρού Χριστού

το αίμα το αίμα το αίμα

εφιαλτικές γυναίκες

με τρυφερά κέρινα    χέρια

απεγνωσμένα    χαϊδεύουν

βόσκουν στην παγωνιά

καταραμένα πρόβατα

με το σταυρό    στα χέρια

και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς

το τόπι

ο σιδερόδρομος της λησμονιάς

το τόπι του θανάτου

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952]

 

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ (από συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

Χώρα    γιατί     ποια χώρα

 

τα σπίρτα γύρω-γύρω

οι πόρτες

ποια σπίρτα    ποιες πόρτες

 

τα χέρια

και τα πόδια     και τα δάχτυλα

 

όχι τα σπίρτα

οι πέτρες

 

ποια χέρια    και ποια πόδια    και ποια δάχτυλα

 

οι πέτρες;

 

ποιες πέτρες

αυτές που είχα στα χέρια μου

ή τα δάκρυα    που δεν θα τρέξουν

από τα μάτια μου

 

ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Οι φίλοι μου φεύγουν   

ήρθαν να με χαιρετήσουν

 

δε θα ξαναδώ πια τους φίλους μου

 

ο ένας φεύγει για το δίπλα δωμάτιο

το πρόσωπό του έγινε μαύρο

φόρεσε ένα πράσινο σκούρο ύφασμα

νύχτωσε    πια δε μιλάει

 

ο άλλος φεύγει για τ’ άλλο δωμάτιο   

να βρει τις καρφίτσες

πρώτα όμως κρύφτηκε στις κουρτίνες 

φοβήθηκε

ύστερα ανέβηκε στο παράθυρο   

για να κοιμηθεί

 

ο άλλος έβγαλε τα παπούτσια του   

με τρεμάμενα  χέρια

πήρε τ’ άγαλμα    ζεστό

το πήγε στην κρεβατοκάμαρα

δεν ξέρει πώς να το στήσει

 

οι φίλοι μου φύγαν μακριά

 

δεν θα τους ξαναδώ   τους φίλους μου

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952]

 

 

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

Όταν ανέβαινα τους δρόμους

και το φεγγάρι μου έκαιγε τα χέρια

ξύπναγε η κόρη του ψωμά η κουκουβάγια

τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα

 

Όταν κατέβαινα τον ποταμό

το μυστικό της μου μάτωνε τα στήθια

ο βυρσοδέψης δεν είχε που να κοιμηθεί

τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα

 

Όταν ανέβαινα τις σκάλες

και μπλέχονταν τα ορτύκια μεσ’ τα πόδια μου

και σέρνανε τον άνθρωπο από τα μαλλιά

τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα

 

Όταν κατέβαινα τις σκάλες

και με περίμεναν κάτω για να τους πω

και φύτρωναν τριαντάφυλλα στο νεροχύτη

τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα

 

Κι όταν πάλι έπαιρνα τους δρόμους

κι από το χώμα ανέβαινα τα σίδερα

και μεσ’ το αίμα σφάδαζε το ευχαριστώ

τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα

 

 

Η ΣΚΗΝΗ

Απάνω στο τραπέζι είχαμε στήσει

ένα κεφάλι από πηλό

τους τοίχους τους είχαν στολίσει

με λουλούδια

απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί

δυο σώματα ερωτικά

στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια

και πεταλούδες

ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε

στη γωνιά

 

Σπάγκοι διέσχιζαν το δωμάτιο απ’ όλες

τις πλευρές

δεν θα ’ταν φρόνιμο κανείς    να τους τραβήξει

ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα

στον έρωτα

 

Η  δυστυχία απ’ έξω    έγδερνε τις πόρτες

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952]

 

 

ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

Δυστυχισμένα όνειρα

τα χρόνια μας περνούν μέσα στην αγωνία

οι εφημερίδες λησμονούν

όμως μεσ’ την καρδιά μας

καίει μια κατακόκκινη πληγή

απ’ το παλιό χρυσάφι

 

Όλο μαζεύουμε τα πράγματά μας

τα κρύβουμε σε βαθειά υπόγεια

λύνουμε τις ντουλάπες μας

στήνουμε ανάποδα τις καρέκλες μας

κι ο απελπισμένος ήλιος μπαίνει

από μια χαραματιά και τις φωτίζει

 

Πρέπει να βγούμε στα ποτάμια

ακόμα λίγο και θα σπάσει το πουλί

μεσ’ στο κεφάλι μας

ακόμα λίγο και θα πήξει

το αίμα μέσα στην καρδιά μας

πρέπει να βγούμε σύρριζα,

πρέπει να βγούμε μέσα απ’ τα ποτάμια

 

 

ΣΑΒΒΑΤΟ

Οι νεκροί δυο βήματα πλάι μας    ησυχάζουν

ή κάθονται ήσυχα στα σκαλοπάτια

με μια σκούπα ματωμένη στο χέρι

όμως οι ζωντανοί    έχουν κάτι τεράστια κεφάλια

γεμάτα πετρέλαιο

και τα χέρια τους λιγδωμένα    με λίπος

φτιάχνουν βάρκες με μαύρα χαρτιά

που φεύγουν    μία - μία

και δίχως ήλιο

για το μαύρο ουρανό.

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952]

 

 

ΤΟ ΑΝΑΠΟΔΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

Δεν είναι ακόμα άνοιξη

έρχεται ο τρελός    μ’ αβέβαια βήματα

ευτυχισμένος    δαφνοστεφανωμένος

μ’ ένα κουτάλι κόκκινο κρασί

απορεί

με τα σύννεφα τα κλουβιά και τα φύλλα

που μπήκαν βαθιά    στα κάτασπρά του τα μαλλιά

είναι χλωμός

δε βλέπει

 

Μέσα στις φυλλωσιές    στο φλογισμένο χόρτο

ανάμεσα σε σύρματα που τραγουδούν

θλιμμένα    ριγμένα

τα ερωτικά πτώματα

σαπίζουν    σιγανά βογκώντας

δένουν τα χέρια και σαπίζουν

βογκώντας σιγανά

 

Δε βλέπει

στέκει

πάνω σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο

τ’ ανάποδο το χελιδόνι

και βλέπει    τα ερωτικά πτώματα

καθώς δένουν τα χέρια

σιγανά βογκώντας

και σαπίζουν

στέκει   και βλέπει

τ’ ανάποδο το χελιδόνι

 

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΓΥΡΙΖΕΙ

Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι

ένα φιλί ανοιγόκλεινε στο πάτωμα

οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν

να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι

στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε

ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ’ το καντηλέρι

έξω ακουγόταν κλάματα και ποδοβολητά

 

Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι

έπειτα μπήκε το φεγγάρι

αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί

 

Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:

 

Οι μέρες περνούν    το χιόνι μένει

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952]

 

 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό… Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες και ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

Παρασκευή, 21 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ